- πατριδοκάπηλος
- οαυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την ιδέα τής πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα τής πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιο-κάπηλος). Η λ. στον πληθ. πατριδοκάπηλοι μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.